Ήρθε ο ήλιος και σκοτείνιασε κι ας έλαμπε καρσί έξω


Στους εννιά μήνες η Άννα έκανε το πρώτο της παιδί, τον Γιώργο, απανωτά στους έντεκα, το  δεύτερο, τον Κώστα και ίσα που πρόλαβε να πάρει μια ανάσα,  στον τρίτο χρόνο έκανε τον Αντωνάκη. Στα μέρη μας τότες ο νονός εδιάλεγε το όνομα του παιδιού και όχι τα γονικά του. Έτσι, μόνο στον τρίτο απόσωσε προτού διαλέξουνε ποιος θα ’ναι ο νονός, να συμφωνήσουνε μαζί του από τα πριν πως το αβάπτιστο θα το ’λεγαν Αντώνη. Πριν ακόμη βαφτίσουνε τον τρίτο το μικρό, ήρθαν τα πράγματα τα πάνω κάτω. Πόσοι άραγε μας φθόνησαν, για πόσο καιρό και πόσο. Πώς μάζεψαν το φθόνο τους, τον κάναν ένα και αναποδογύρισαν τον κόσμο μας, τον κάνανε καπάκι και μας αποπλακώσαν. Ποιος τάχατες μας καταράστηκε, που εμείς κανένανε δεν είχαμε αδικήσει. Ποια αμαρτία και άραγες ποιανού είχε έρθει η στιγμή της τιμωρίας. Ιβί, ιβί, σαν σκέφτομαι το απόγευμα της Κυριακής εκείνης, που ήρθε ο ήλιος και σκοτείνιασε κι ας έλαμπε καρσί έξω απ’ τα παράθυρά μας.
Είχαμε αποφάει στου Νικολή-εφέντη το κονάκι, έτσι όπως συνηθίζαμε κάθε Κυριακή και πίναμε τον καφέ μας. Η αφεντιά του, η Άννα μας, τα δυο μικρά και από δίπλα ο Αντωνάκης να τον κρατάει η Αντώναινα και να τον νανουρίζει. Ο Νικολής είχε φωνάξει απ’ το πρωί τον Μιλτιάδη και τον Ισμαήλ για να μιλήσουνε για τις δουλειές τους και τους εκράτησε μετά να φάν’ μαζί μας. Άλλωστε κάθε τόσο κάποιον έβρισκε και τον καλούσε Κυριακή πρωί να συζητήσουνε και ανάλογα με την περίσταση τον κράταγε στο τραπέζι. Της Άννας η συνήθεια αυτή δεν της πολυάρεσε. Όχι και πως την ένοιαζε αν τραπεζώναμε και κάποιους. Αλλά ανάλογα με το ποιους κράταγε να φάνε ο Νικολής-εφέντης, εκείνη πότε έτσι πότε αλλιώς του γκρίνιαζε πως κάποιοι απ’ αυτούς δεν ήταν της σειράς τους και μια δυο φορές που ’χε τα νεύρα της έκανε μόλις φύγανε ολόκληρη φασαρία. Έτσι κι εκείνη την Κυριακή από νωρίς τα είχε κατεβάσει. Η γλώσσα της φαρμάκι. Κάθισε με το ζόρι στο τραπέζι. Και εκεί που οι άντρες χωρατεύανε, προτού ο καφές προλάβει τη ζάλη του κρασιού κομμάτι να μαζέψει, κάποιος είπε στον άλλον κάποιο χωρατό, από αυτά που λεν συνήθως όλοι οι άντρες τα γένια τους βλογώντας, κάτι απάντησε ο Νικολής, το άρπαξε η Άννα και κάτι του ’πε κι εκείνος της ανταπάντησε γελώντας και χωρατεύοντας: «Ό,τι κι αν λες, πάντα σου με ήθελες κι απόδειξη οι τρεις γιοι μας». Πού να φανταστεί ανθρώπου νους τι θα γινόταν. Ποιο στόμα, ποιας γυναίκας τόλμησε ποτές στον άνδρα της να ξεστομίσει τέτοια λόγια. Η Άννα κοκκίνισε, φούντωσε, σηκώθηκε όρθια, περίμενε να τη δουν όλοι καλά καλά, τα ζύγιασε τα λόγια της και σαν οχιά ξεχύθηκε μπροστά σε όλους: «Ήσουνα πάντα ένας άξεστος και άξεστος θα μείνεις. Κι αν θες να ξέρεις, από όρκο μόνο σε παντρεύτηκα και μάρτυρές μου η μάνα μου κι η νόνα. Και τούτα τα παιδιά είναι και τα τρία δικά μου. Γιατί ούτε μία φορά, ποτές μου μα ποτές μου δε σε θέλησα. Την πρώτη νύχτα που με χάλασες σε καταράστηκα, τη δεύτερη το ίδιο. Κάθε φορά που πλάγιαζες μαζί μου για σένα ήταν κέφι και για μένα κόλαση. Όλοι σε λένε άρχοντα, μα ένας άρχοντας ξέρει να σέβεται κι εσύ ποτές σου δε σεβάστηκες ότι ποτές μου δε σε θέλησα». Πήρε στα χέρια της το μωρό και σπρώχνοντας τις δυο ψυχοκόρες που ’χαν σταθεί στην πόρτα και άκουγαν άφωνες μαζί μ’ όλους εμάς την έκρηξη της Άννας, έφυγε και πήγε στο δωμάτιό της. Δε μίλησε κανείς. Λες και μια μαχαιριά μας είχε κόψει σύρριζα απ’ όλους τη λαλιά μας. Ο Νικολής ακούνητος στο τραπέζι κοιτούσε έξω απ’ το παράθυρο λες και κάτι έτρεχε στο δρόμο. Είχε κολλήσει εκεί τα μάτια του, είχε σμίξει τα φρύδια του και μες σ’ εκείνη τη σιωπή μέχρι και η ανάσα του που ’μπαινε κι έβγαινε από μια μισάνοιχτη χαραμάδα, ακουγότανε σαν να ’τανε σφύριγμα που έβγαινε ψευδά. Ήταν δίπλα μας μα δε βρισκόταν πουθενά. Χωρίς να πουν κουβέντα, φύγαν ο Ισμαήλ κι ο Μιλτιάδης, διώξαμε τις κοπέλες και μαζέψαμε με την Αντώναινα το τραπέζι χωρίς ν’ ακουστεί κιχ. Μόνο εκείνη τόλμησε, βγαίνοντας να τον πλησιάσει, ν’ ακουμπήσει το χέρι της στον ώμο του και να του πει: «Μην τη συνερίζεσαι, τζιέρι μου. Η Άννα μας είναι και την ξέρεις». Κλείσαμε την πόρτα πίσω μας, πήγαμε στην Άννα, βρήκαμε την κάμαρά της κλειδωμένη, δεν επιμείναμε και γυρίσαμε στο δικό μας το κονάκι.
Από τότες άλλαξε ο Νικολής-εφέντης. Όχι πως μας στέρησε τίποτις ποτές, μα μέσα σ’ ένα απόγευμα, σε μια νύχτα και σε μια αυγή δεν ήταν πια ο ίδιος.
Νίκος Θέμελης
«Η αναζήτηση»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Κωνσταντής-εφέντης


Κάθε πρωί χαράματα πάνω στην άμαξά του, κουκουλωμένος στα ζεστά έφευγε βιαστικά, πριν φέξει, να προλάβει ν’ ανοίξει την επιχείρηση προτού περάσει ο Χρυσάφης. Ο Χρυσάφης ήταν ο προπομπός μιας καλής ημέρας. Ήταν ο σαλεπιτζής που του προμήθευε το αγαπημένο του σουτλού σαλέπ. Όχι πως αν δεν τον προλάβαινε θα ’χανε το σουτλού σαλέπι του. Ο Χρυσάφης ήξερε, το ’βαζε σ’ ένα ποτήρι, το σκέπαζε μ’ ένα τσιγκάκι, στρογγυλό με τσακισμένα χείλια, ειδικά γι’ αυτή την περίσταση και τ’ άφηνε στο περβάζι του παράθυρου, ακριβώς δίπλα απ’ την πόρτα. Μόνο που τότε το σαλέπι κρύωνε και δεν ήταν πια σαλέπι. Λίγο αργότερα άνοιγε ο απέναντι καφενές και ο πρώτος, άντε ο δεύτερος καφές ερχότανε για τον παππού μου. Όλη τη μέρα το παιδί πηγαινοέφερνε καφέδες ή τσάγια για τον παππού, τους πελάτες του ή για όποιον βρισκότανε μαζί του.
Γύρω στις έντεκα, που ένιωθε πια ότι η δουλειά είχε μπει σε κάποια ρέγουλα έβγαινε από το γραφείο και πέρναγε απέναντι στον καφενέ. Έπιανε ένα τραπέζι κολλητά στον τοίχο, πάντα το ίδιο, λες και ήταν ρεζερβέ γι’ αυτόν κι άραζε από δίπλα σε μια καρέκλα κι αυτή με την πλάτη της στον τοίχο. Φώναζε πάλι για καφέ και ο μικρός, που ήξερε τις συνήθειές του, έφερνε μαζί με τον καφέ κι ένα τάβλι.
Από κείνη τη στιγμή μέχρι νωρίς τ’ απόγευμα έπαιζε τάβλι μ’ όποιον έβρισκε μπροστά του, μ’ όποιον δεν είχε δύναμη να του το αρνηθεί. Άμα δεν έβρισκε συμπαίκτη, τον πρώτο αμαξά του που πέρναγε τυχαία από κει περαστικός, μ’ ένα νεύμα μπορούσε να τον κατεβάσει και να τον σύρει, ήθελε δεν ήθελε, να παίξουνε μια παρτίδα. Ο καφετζής ευλογούσε το Θεό του που ποτέ στη ζωή του δεν είχε πιάσει ζάρι, έστω κι αν αυτό σήμαινε τη βαθιά περιφρόνηση του Κωνσταντή-εφέντη, λες και ήτανε ευνούχος.
Το πάθος του για το τάβλι ήταν γνωστό στο μεϊντάνι, στο τσαρσί και στο λιμάνι. Πολλοί άλλαζαν δρόμο μην τύχει και πέσουν απάνω του, μη κι αναγκαστούνε ν’ αρνηθούνε και χαλάσουν τις καρδιές τους. Γινότανε φορτικός κι άφηνε συχνά τον κόσμο να περιμένει στο γραφείο μέχρι να κλείσει η παρτίδα. Τις βροχερές ημέρες που ο κόσμος δεν πολυκυκλοφορούσε τον έπιανε απόγνωση. Πήγαινε τότε στο μπουγατσάδικο και έψαχνε με χωρατά συμπαίκτη ή ακόμη και στην αγορά να βρει τον πρώτο χαμάλη που ήξερε τάβλι. Τους γνώριζε όλους έναν προς έναν, τους καλούσε για παιχνίδι και σε μέρες «έλλειψης», όπως τις έλεγε, τους πλήρωνε κανονικά, λες και ξεφορτώνανε τσουβάλια. Ένας δυο που τόλμησαν να σκεφτούν πως βρήκαν ευκαιρία να βγάλουν εύκολα μεροκάματο και τον αφήσαν να κερδίσει, τους διαολόστειλε κακήν κακώς και μήτε τον ξαναείδαν. Την εντιμότητά του στο τάβλι κανείς δεν την αμφισβητούσε. Ήξερε τόσο καλό τάβλι που αποθάρρυνε όσους το γνώριζαν να παίξουνε μαζί του. Έτσι σε όσους τον ξέρανε η πρόταση ήταν: «Άμα κερδίσεις, πληρώνω τους καφέδες. Άμα κερδίσω, τους προσφέρω εγώ». Στις τελευταίες ζαριές της νίκης τα πούλια σκάγαν πάνω στο τάβλι λες και ήταν σφυριές επάνω σε πλακάκια και όλοι όσοι ήταν στα είκοσι, τριάντα μέτρα ξέρανε ότι η παρτίδα όπου να ’ναι ετελείωνε. Ξέραν ακόμα και τον νικητή. Μ’ όποιον κι αν έπαιζε, γνωστό ή άγνωστο, τον αμαξά του ή κάποιον πελάτη, τον χαμάλη ή τον περαστικό αλήτη, όλους «εφέντη», τους ανέβαζε, «εφέντη» τους κατέβαζε. «Ρίξε, εφέντη, πάρε, εφέντη», οι ζαριές κυλούσαν με το δεξί και με τ’ αριστερό το κομπολόι πέρα δώθε. Και δήθεν μετριόφρονα, αλλά βαθιά αλαζονικά, συνήθιζε να μονολογεί: «Ακόμα ψάχνω αυτόν που θα μου πάρει τρεις παρτίδες σε μια μέρα». Και πράγματι κανείς δεν υπήρχε που θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι υπήρξε έστω κι ένας.
Μια μέρα φάνηκε στο μαχαλά ο Ακαμάτης. Τον ξέραν όλοι, εμφανιζόταν και χανόταν από τα μάτια του κόσμου, ανάλογα με τις δοσοληψίες που είχε με την αστυνομία. Τον χρησιμοποιούσαν μόνο για περίεργα θελήματα και τον απόφευγαν δημόσια όλοι, μην τους χαλάσει η συναναστροφή μαζί του τ’ όνομά τους. Το «ακαμάτης» ήταν το λιγότερο. Μια χαρακιά στο πρόσωπο τον έδειχνε πιότερο θύτη παρά θύμα. Έφτυνε πιο πολύ απ’ ό,τι μιλούσε, όπου και να βρισκόταν, αδιαφορώντας για την περίσταση ή τον συνομιλητή του. Σκότωνε με εκπληκτική ταχύτητα, με μισάνοιχτα δάχτυλα, μύγες, κουνούπια, ακόμα και μέλισσες, στον τοίχο, στο τραπέζι ή και στο κούτελό του. Είχε ένα σουγιά για τον οποίο λέγανε ότι μ’ αυτόν είχε κόψει τα πάντα. Ό,τι μπορούσε να κόψει ένας σουγιάς. Λέγαν πως ήτανε γενίτσαρος που όμως τον είχανε διώξει από το στρατό γιατί χάλαγε τους άλλους. Πως κάποτε έκανε μια δυο δουλειές και για τον Κωνσταντή σε οφειλέτες που ’χαν καθυστερήσει υπέρμετρα τους τόκους, αλλά και πως κάποτε είχε ζητήσει από τον παππού να του νοικιάσει μία άμαξα κι αυτός αρνήθηκε για να μην του χαλάσει τ’ όνομα. Αυτό το απόβρασμα έπεσε πάνω στον παππού ένα πρωινό, μ’ ένα βρομόκαιρο που κράταγε συνέχεια τρεις ημέρες. Μπήκε στον καφενέ και ζήτησε από τον καφετζή έναν καφέ. Ο παππούς βρισκόταν ήδη σε απόγνωση γιατί δεν έβρισκε συμπαίκτη. Ξεπερνώντας τη γνώμη που ’χε για τον Ακαμάτη τον κάλεσε για μια παρτίδα και κείνος αποδέχτηκε.
Κάτσαν και παίξανε τη μια παρτίδα πίσω από την άλλη, μέχρι που άρχισε να σουρουπώνει. Ο καφετζής όλη την ημέρα μέτραγε καφέδες. Δε χρειαζόταν καν να τους καταλογίσει, αφού ήξερε πως στο τέλος ο Κωνσταντής-εφέντης θα τους επλήρωνε όλους. Στη διάρκεια των παιχνιδιών οι βλαστημιές του Ακαμάτη αντιλαλούσαν όχι μόνο όταν έχανε, όπως συνέβαινε τις περισσότερες φορές, αλλά ακόμα κι όταν έφερνε καλές ζαριές. Ο παππούς μου ωστόσο, «εφέντη» τον ανέβαζε, «εφέντη» τον κατέβαζε. Αφού του πήρε σχεδόν όλα τα παιχνίδια, γύρισε στον καφετζή και του είπε να του χρεώσει όλους τους καφέδες και τράβηξε φχαριστημένος για την πόρτα. Τότε ο καφετζής τον ρώτησε: «Κωνσταντή-εφέντη, όλα καλά, μα πώς μπορείς τον Ακαμάτη “εφέντη” να τον ανεβάζεις και “εφέντη” να τον κατεβάζεις;» και ο παππούς, σκύβοντας προς το μέρος του, απήντησε: «Όσο θα ’μαι υποχρεωμένος να λέω το Σουλτάνο Αφέντη, άλλο τόσο έχω το δικαίωμα να λέω ακόμα και αυτό το κάθαρμα εφέντη». Έριξε την τσόχινη μπέρτα που είχε στους ώμους του, φόρεσε το φέσι του, καληνύχτισε κλείνοντας την πόρτα του καφενέ πίσω του και τράβηξε για τα γραφεία απέναντι να δει μπας και ήτανε όρθια ακόμα. Με κάτι τέτοια υπονοώντας την εθνική του συνείδηση, επεδίωκε υποκριτικά την καταξίωσή του μεταξύ των ομογενών που σχολίαζαν τις σχέσεις του με την Πύλη και τη δουλικότητά του.
Νίκος Θέμελης
«Η αναζήτηση»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Κείνο το «ερημών» με μπερδεύει

Η μάνα μου ήταν τρυφερή και υπομονετική γυναίκα. Η κακοτροπιά του άντρα της την έκανε να στέκει πάντα σούζα, με τον καλό λόγο και το χαμόγελο στ’ αχείλι: «Στον αράθυμο τον άντρα, έλεγε, σα δεν εναντιώνεσαι τον έχεις σκλάβο». Τώρα τι σόι σκλάβο είχε τον πατέρα, μονάχα κείνη το ’ξερε που έκανε μαζί του ένα λόχο παιδιά.
Ωστόσο μια φορά, μια και μοναδική, του εναντιώθηκε. Τον είδε να με χτυπάει με τόση μανία, που το αίμα έτρεχε βρύση από τη μύτη και το στόμα μου. Τότες μπήκε στη μέση, άνοιξε τα χέρια της σαν φτερούγες και με δακρυσμένα μάτια του είπε τρομαγμένη:
― Άμοιρε, θα το χαλάσεις το σπλάχνο σου!
Αιτία του άγριου ξυλοδαρμού ήταν ένα μεταλλίκι. Μου το ’χε δώσει ο πατέρας για να πάω στον μπακάλη ν’ αγοράσω αλάτι. Ήξερα τι με περίμενε αν το ’χανα, γι’ αυτό και το κράταγα σφιχτά στην ιδρωμένη μου παλάμη. Οπόταν στο δρόμο, να και πέφτω μπροστά σ’ ένα γύφτο με μια μαϊμού, μια κοκκινόκολη, ξύπνια σουσουραδίτσα, που παράσταινε πότε το δάσκαλο και πότε το φαρμακοτρίφτη. Ήταν πολύ, πάρα πολύ αστεία. Κόσμος είχε κάνει κύκλο γύρω της και χάζευε· την ώρα της πλερωμής οι περσότεροι σκορπίσανε. Ήρθε τότες η μαϊμού, στάθηκε μπροστά μου μ’ απλωμένο το ντέφι. Τα μάτια μας ανταμώσανε. Δε βάστηξα, ξέσφιξε η χούφτα μου από μόνη της και τιγκ, ταγκ, τογκ, κύλησε μέσα στο ντέφι το μεταλλίκι μου.
Όταν γύρισα στο σπίτι μ’ αδειανά χέρια δεν είπα την αλήθεια, είπα μονάχα πως έχασα τα λεφτά. Αυτό ήταν. Είδα τον πατέρα μου ν’ αγριεύει τόσο, που τρόμαξα κι έδωσα ένα σάλτο από το ανώι και βρέθηκα κάτω στο δρόμο με κίνδυνο να σκοτωθώ. Όμως ούτε κι αυτή η πράξη της απελπισίας μου δεν τον συνέφερε. Με κυνήγησε, κι όταν με τσάκωσε ένας γείτονας, ο Χαμπέρογλου, και με παρέδωκε, άρχισε να με χτυπάει όπου έβρισκε. Από κείνη τη μέρα, όσες φορές έβλεπα οργισμένο τον πατέρα, άνοιγα τα καλαμοπόδαρά μου και κατουριόμουνα. Κι όμως ήρθε εποχή που του τα συχώρεσα όλα τούτα τα φερσίματά του. Μοναχά κείνου του ξένου, του Χαμπέρογλου, την επέμβαση ούτε την κατάλαβα ούτε και τη συχώρεσα ποτέ.
Στο σπίτι δυο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ’ αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξή μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο που τόνε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουν. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει, να μας πάρει στα γόνατά της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύπναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κι ένα μυξιάρικο να τσιρίζει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη, να ζυμώσει, να πλύνει, να γυροφέρνει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι· όλο το χωριό μιλούσε για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της.
Η αλήθεια είναι πως και το γέρο μου τον σέβονταν ο κόσμος, γιατί κρατούσε λόγο, ήταν τίμιος στο αλισβερίσι, φιλόξενος και προκομμένος. Τόνε σήκωνε πολύ κι η αρχοντοκαμωσιά του, ψηλόλιγνος καθώς ήτανε και σγουρομάλλης, με βαθιά γαλάζια μάτια και στρωτά γερά δόντια, που τα πήρε ατόφια στον τάφο του. Για τούτο και καμάρωνα όταν οι γειτόνισσες λέγανε στη μάνα μου: «Ο γιος σου, ο Μανώλης, είναι φτυστός ο μπάρμπα-Δημητρός».
Νύχτα, με τ’ άστρα σηκωνόταν ο πατέρας απ’ το γιατάκι του. Πρωτόβαζε τη φέσα του κι απέ την τσόχινη βράκα του, τα τουζλούκια και τα ποδήματά του. (Κάλτσες δε φορούσε· έλεγε πως τον στενοχωρούσανε και τον βλάφτανε στην υγεία του). Νιβόταν με θόρυβο. Έκανε το σταυρό του μπρος τα κονίσματα. Καψάλιζε λίγο σταρένιο ψωμί στη θράκα, το βουτούσε στο μπρούσκο και το ’κανε κρασοψυχιά, έτρωγε και καμιάν ελιά, φτούσε το κουκούτσι και λίγες βρισιές μαζί για το γούρι και ξεκινούσε στητός κι ανάλαφρος για τα χτήματα.
Δούλευε δεκάξι με δεκαοχτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει. Σήκωνε μοναχός του γομάρια εξήντα εβδομήντα οκάδες, μα ποτέ δεν τον άκουγες να βαρυγκομήσει. Η τσάπα και τ’ αλέτρι γίνονταν υπάκουα στο χέρι του. Τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσανε συνάμα, γιατί τα φρόντιζε περσότερο απ’ όσο φρόντιζε εμάς.
Με το σούρουπο γύριζε στο σπίτι δίχως να σταθεί σε καφενέ. Έπιανε το μπουκάλι το ρακί, κατέβαζε κάμποσες γερές ρουφηξιές, έτρωγε το φαί που του φύλαγε η μάνα. Κατά την περίσταση έδερνε δυο τρεις από μας κι έπεφτε μπαϊλντισμένος στον ύπνο, να ροχαλίζει και να τρέμει ο τόπος.
Κουβέντα δεν του ’παιρνες ούδε Κυριακή ούδε χρονιάρα μέρα. Κανένας μας δεν τολμούσε να μιλήσει μπροστά του· είχαμε μάθει να τα λέμε όλα με τα μάτια, τους θυμούς, το παράπονο, τις πονηριές ή τις χαρές μας. Μόνο σαν τύχαινε να βρίσκεται στα κέφια του, Κυριακή, που καθόμαστε ολόκληρη η φαμελιά σε τραπέζι, τότες τ’ άρεζε να σηκώνει εμένα που μ’ έβλεπε πάντα σαν το γραμματιζούμενο του σπιτιού, να λέω το «Πάτερ ημών». Δεν καταλάβαινα γρι απ’ ό,τι έλεγε τούτη η προσευχή και μια μέρα είπα στη μάνα μου:
― Το «Πατ», μπρε μάνα, ξέρω τι θα πει. Μα κείνο το «ερημών» με μπερδεύει…
Διδώ Σωτηρίου
«Ματωμένα χώματα»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Παράδεισος

Αν υπάρχει αυτό που λένε παράδεισος, το χωριό μας, ο Κιρκιντζές, ήτανε ένα δείγμα του. Κοντά στο Θεό ζούσαμε, ψηλά, ανάμεσα σε κατάφυτα βουνά και ξαγναντεύαμε ολόκληρο τον καρπερό κάμπο της Έφεσος, που ήτανε δικός μας ίσαμε τη θάλασσα, ώρες δρόμο, όλο συκομπαχτσέδες και λιόδεντρα, καπνά, μπαμπάκια, στάρια, καλαμπόκια και σουσάμια.
Μεγαλοτσιφλικάδες δεν είχαμε στον Κιρκιντζέ να ρουφούν το μεδούλι μας· δύσκολο να μας φάει εμάς, κείνη την εποχή, τ’ αμανάτι. Ο κάθε χωριανός ήτανε νοικοκύρης στη γη του. Είχε το δίπατο σπίτι του, είχε και τον εξοχικό κούλα του, με μποστάνια, καρυδιές, μυγδαλιές, μηλιές, αχλαδιές και κερασιές. Και δεν ξεχνούσε να φυτεύει κι ανθόκηπους για το κέφι του. Τι του στοίχιζε σαν είχε κείνα τα γάργαρα νερά και τα πηδηχτά ρυάκια, που κελάρυζαν χειμώνα καλοκαίρι! Όταν μέστωνε το στάρι και το κριθάρι, τα χωράφια μας μοιάζανε με χρυσαφένιες θάλασσες. Μα σαν τις ελιές μας καμαρωτές δε θ’ αντάμωνες πουθενά· ο καρπός τους άφθονος, κρουστός, γυαλιστερός, – σωστές θραψερές αραπινίτσες. Για τον τόπο μας μεγάλο έσοδο ήτανε το λάδι· μα το χωριάτικο κεμέρι γέμιζε λίρα από τα σύκα, ξακουστά όχι μονάχα στο βιλαέτι τ’ Αϊντινιού, μα σ’ ολόκληρη την Ανατολή και στην Ευρώπη και στην Αμερική. Ψιλόφλουδα, μεταξένια σύκα, ζαχαροπασπαλισμένα μ’ ολόχρυσο μελένιο χυμό, μ’ όλη τη θέρμη και τη γλύκα της Ανατολής.
Ο Θεός είχε ρίξει στα μέρη μας και μιαν άλλη ευλογία, τις λίμνες, που οι φουσκοθαλασσιές και οι πλημμύρες τις κάνανε να φαίνουνται ένα με τη θάλασσα. Κάθε μέρα το τρένο σταματούσε στο σταθμό του Αγιασουλούκ, για να προμηθευτούν οι ταξιδιώτες και οι έμποροι ψάρι αρμαθιές, σπαρταριστό, νόστιμο ψάρι κι η κάθε αρμαθιά δυο τρεις οκάδες πράμα. Και σειρά οι φουφούδες με τα τηγάνια, να μην προκάνουνε να τηγανίζουν οι πλανόδιοι πουλητάδες.Τούτα τα νερά φέρνανε μιαν αιώνια άνοιξη στα λιβάδια μας· τα ζώα βρίσκανε πλούσια βοσκή, κι όταν ξαπόσταιναν μοιάζανε με καλοταϊσμένους μπέηδες.
Το καλοκαιράκι ο Κιρκιντζές άδειαζε. Μένανε μονάχα κάτι λιγοστοί φύλακες. Όλος ο άλλος κόσμος σκόρπιζε στα εξοχικά του. Έτσι και ζύγωνε όμως ο Οχτώβρης, με το μεγάλο πανηγύρι του Αι-Δημητριού, όλοι γύριζαν στο χωριό. Οι Κιρκιντζώτισσες πιάνανε τ’ ασβεστώματα και τα καθαρίσματα. Αρχίζανε από τα μπακίρια τους και φτάνανε ίσαμε τους δρόμους, έτσι που να γίνεται το χωριό λαμπίκος και να ντρέπεσαι να περπατήσεις. Τα μαγαζιά, οι καφενέδες, οι δυο μας εκκλησίες και τα τρία μας σχολειά, ως κι η μοναδική τούρκικη στέγη που είχαμε, το Καρακόλι, όλα στολίζονταν με μυρτιές και δάφνες.
Τα πρόσωπα μικρών και μεγάλων λάμπανε από χαρά, μιας και τα μαξούλια μοσχοπουληθήκανε. Οι φαμελιές κάνανε το κομπόδεμα και κατεβαίνανε στη Σμύρνη για τις προμήθειες του χειμώνα, ψωνίζανε προικιά, στολίδια. Τα παλικάρια ράβανε καινούργιες βράκες κι αγοράζανε μεταξωτά κεφαλομάντιλα, τα καμπανιά, για τις φέσες τους. Οι νιες όπου φτιάξει φτιάξει τ’ ατλαζένια χτυπητά φουστάνια και βίρα το χρυσό δοντωτό φλουρί, δυο και τρεις αράδες στο λαιμό – ανάλογα με τα καζάντια.
Είχαν αποτελέψει και τα κρυφομιλήματα για τα νέα συνοικέσια, γιατί τ’ Αι-Δημητριού γίνονταν όλοι οι γάμοι. Οι παπάδες ανάσα δεν παίρνανε. δεκαπέντε με είκοσι ζευγάρια περιμένανε αράδα για τα στεφανώματα.
Άλλες φέστες και χαρές είχαμε του Αι-Γιάννη του Θεολόγου. Τούτη ήταν  γιορτή της αντρειάς. Λεβεντόκορμα παλικάρια, ζωσμένα πιστόλες και κάμες καβαλικεύανε τα καλογυμνασμένα άτια τους και παραβγαίνανε στ’ αλάνια. Μα όταν έφτανε το πανηγύρι της Αγια-Τριάδας και γούρμαζε το τραγανό κεράσι, ε, τότες, πάνω στ’ άτια δεν έβλεπες μονάχον άντρα. Στα καπούλια καβαλίκευαν κι οι νιόνυμφες ζωηρές, περήφανες, στολισμένες όλο φλουρί και γιορτάνι. Και ποιος τους έφτανε τότες τους Κιρκιντζώτες καβαλαρέους!
Όλη τη μέρα και τη νύχτα λαλούσανε στις εξοχές τα βιολιά, τα ούτια, τα σάζια και τα ντουμπελέκια. Κάτω απ’ τα δέντρα στήνονταν χοροί, καρσιλαμάδες, χασάπικοι, ζεϊμπέκικοι. Τα κορμιά ξελευτερωμένα από τον καθημερινό μόχτο, πηδάγανε σαν φλόγες κατά τον ουρανό και τα φυλούσε τ’ αεράκι και τα χάιδευε το φεγγάρι κι εκειδά τα ’βρισκε το σήκωμα του ήλιου. Ίσια που είχαμε καιρό να ξαναφορέσουμε τα ρούχα της δουλειάς και να πιάσουμε τσάπα.  
Και μήπως αφήναμε ποτές γιορτή να πάει χαμένη δίχως να γλεντήσουμε; Τι Χριστούγεννα, τι Πρωτοχρονιά, τι Φώτα, τι Απόκριες, τι Ανάσταση! Την Καθαρή Δευτέρα τη γιορτάζανε οι νιόνυμφοι με δικό τους τρόπο. Πηγαίνανε στις εξοχές, ανάβανε φωτιές, ψήνανε κάστανα, πίνανε ρακί και ιστορούσανε τις αθώες μπερμπαντιές τους: Πώς αγαπηθήκανε με τις γυναίκες τους, πως σμίγανε κρυφά πριν έρθει ο επίσημος προξενητής και συμφωνηθεί ο γάμος, τι τεχνάσματα κάνανε για να μην τους πάρουνε μυρουδιά οι γονιοί, οι θειες, οι γειτόνοι.
Θέλεις η θέρμη της Ανατολής, θέλεις η καρπερή γη, μας έσπρωχνε στο τραγούδι. Με το τραγούδι ξυπνούσαμε, με το τραγούδι βαδίζαμε σε χαρές ή σε λύπες. Το παλικάρι που αποφάσιζε να παντρευτεί έχτιζε πρώτα σπίτι· ήτανε απαραίτητο προικιό. Ποτέ το σπίτι δεν το ’δινε η γυναίκα. Άμα λοιπόν έριχνε θεμέλιο, έπρεπε να τρέξουνε να τον βοηθήσουνε οι φίλοι και οι γειτόνοι, να φέρουνε πέτρα, να δουλέψουνε λάσπη. Κι όλα τούτα τα συνοδεύανε τα πιο παθιάρικα, σεβνταλίδικα τραγούδια.
Μα και η ρεσπέρικη δουλειά ήτανε ακατανόητη δίχως τραγούδι. Απ’ τον Οχτώβρη ίσαμε το Φλεβάρη είχαμε το μάζωμα της ελιάς· απ’ το Φλεβάρη ίσαμε το Μάρτη τα ξεβοτανίσματα. Απρίλη με Ιούλη καταπιανόμαστε με τα καπνά, ύστερα άρχιζε η σταφίδα, το σύκο. Κάμποι, βουνά, φαράγγια αντηχούσανε νότες απ’ τα τραγούδια μας. Μα πώς μπορούσε να ’ναι βαριές οι μέρες κι ανήσυχες οι νύχτες μας σαν έλειπε η έγνοια για τον επιούσιο κι ο τρόμος του θανάτου;  Ίσαμε το 1914 δεν είχε ακουστεί να γίνει φονικό στον τόπο μας, παρεκτός μια και μόνη φορά που δυο παλικάρια μονομαχήσανε, ίσια και παστρικά, μπροστά σε μάρτυρες για την καρδιά μιας ομορφούλας.
Διδώ Σωτηρίου
«Ματωμένα χώματα»

 Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Κατά τη συνήθειά σου


Αυγές την άλλη μέρα πήγα στη δουλειά. Ο κύριος Μιχαλάκης Χατζησταυρής ήτανε πρωινός. Ερχότανε πριν τους παραγιούς κι άνοιγε μοναχός το μαγαζί.
― Θα σε βάλω στο καντάρι, πλάι μου, είπε. Φαίνεσαι ανοιχτομάτης· έχεις μαμούνι μέσα σου.
Οι Τούρκοι χωριάτες φτάνανε απ’ τη νύχτα. Άκουγες τα κουδούνια των ζώων γκλιν-γκλαν. Μπαίνανε στο μαγαζί ντροπαλοί, βαλαντωμένοι απ’ τα μακρινά ταξίδια. Τ’ αφεντικό τους δεχότανε πρόσχαρα. Τέτοιες μέρες μίσθωνε δικό του ταμπή να φτιάχνει αράδα καφέδες. Ύστερα απ’ τα καλωσορίσματα και τα τραταμέντα, ο κύριος Μιχαλάκης άνοιγε τα σακιά, ψαχούλευε την ποιότητα, έψαχνε για κουσούρια, γκρίνιαζε για κεσάτια και για τα πολλά έξοδα που βαραίνουνε τους εμπόρους.
― Αν δεν σκεφτόμουνα εσάς, τη φτωχολογιά, έλεγε μισοκακόμοιρα, θα το ’κλεινα το μαγαζί. Κοντεύει να μην έχω άλλο διάφορο από τον κόπο μου…
Οι χωριάτες κάναν συνέχεια «α! α!» και τον προσέχανε στενοχωρημένοι και μπερδεμένοι. Τότες τσάκωνε τη στιγμή να τους μιλήσει για την τιμή. Άρχιζε από πολύ χαμηλά κι ανέβαινε μεταλλίκι, μεταλλίκι, ανάλογα με την αντίδραση που αντάμωνε.
― Μιχαλάκη εφέντη, βάνε τζάνεμ κατιτίς παραπάνω, του λέγανε. Έχει κόπο, ιδρώτα η δουλειά. Άιντε να ’χεις την ευκή μας απ’ τα είκοσι ανύχια μας…
Δεν άργησα να καταλάβω πως τ’ αφεντικό ήταν ένας καρμίρης, παμπόνηρος έμπορας, που γύρευε να βγάλει από τη μύγα ξίγκι. Όταν κρεμνούσε το σακί στο καντάρι κοίταζε πάντα το χωριάτη κατάματα και φώναζε τις οκάδες.
― Ντοξάν μπέες! (Ενενήντα πέντε οκάδες) τον άκουσα να φωνάζει και το καντάρι έδειχνε εκατόν δέκα οκάδες.
Θα λάθεψε, είπα μέσα μου, κι ήθελα να μιλήσω, μα μια ματιά και μια σπρωξιά του με συγκράτησε. Στο δεύτερο Τούρκο πελάτη, πάλι τ’ αφεντικό σβέλτα το χέρι στο καντάρι, πάλι τα μάτια καρφωμένα στο χωριάτη, πάλι λειψές τις έβγαλε τις οκάδες. Δε βάστηξα, τη δεύτερη μέρα, και τόνε ρώτησα, τι γίνεται με το ζύγισμα και γιατί τους κοιτάει όλους κατάματα όταν φωνάζει λαθεμένα τις οκάδες.
― Κοιτάζω, μ’ αποκρίθηκε, για να καταλάβω κατά πόσο χαμπαρίζουνε. Όταν αντιληφθώ πως κοιμούνται ορθοί, έχω το κουράγιο να τους πω και μηδέν οκάδες
Έδειχνε κατενθουσιασμένος με την καπατσοσιά του, μα τα δικά μου άντερα γυρίζανε από αηδία. Φαίνεται πως το πρόσεξε και βιάστηκε να δικαιολογηθεί:
― Το αλισβερίσι, Μανώλη, θέλει να τα ’χεις τετρακόσια. Δεν τα ’χεις; Πας κατά διαόλου. Κοίταξε οι δικοί μας ρεσπέρηδες, παίζει το μυαλό τους. Άμε γέλασε Ρωμιό αν είσαι εφτάψυχος. Η σκλαβιά σε ξυπνάει, σε κάνει πονηρό. Τι ’ναι το κατιτίς το παραπανήσιο που παίρνω από τούτους δω τους διαβόλους, μπροστά σε κείνο που μου τρώει το τούρκικο κράτος; Είδες ποτέ σου το Σελήμ εφέντη, το συνεταίρο μου; Δεν τον είδες κι ούτε θα τόνε δεις. Κι όμως μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει μ’ αρπάζει τα μισά κέρδη.
Οι δικαιολογίες του δεν κάνανε ν’ αλλάξω τη γνώμη που είχα σχηματίσει γι’ αυτόν και για το εμπόριο. Θυμήθηκα την περσινή περιπέτεια του πατέρα μου. Οι τιμές της σταφίδας είχανε κατρακυλήσει την εποχή που οι αγρότες θα πουλούσανε – αυτό γινότανε πάντα. Είχαμε στα χέρια μας χίλιες οχτακόσιες οκάδες σουλτανίνα, πρώτο πράμα. Με την τιμή που προσφέρανε οι εμπόροι μόλις που θα ξεκαθαρίζαμε πέντε λίρες κέρδος – αφού ξοφλούσαμε τα χρέη που κάναμε ώς να μπει η σταφίδα στο σακί. Ο πατέρας μου αρνήθηκε να παραδώσει το μόχθο του σε τέτοια ξευτελιστική τιμή. Αποφάσισε να στείλει τη σταφίδα στη Σμύρνη, σ’ ένα μεγάλο και τρανό φατόρο, να τήνε πουλήσει για λογαριασμό μας, μόλις υψωθούν οι τιμές. Περάσανε αρκετοί μήνες και μια μέρα πήραμε από τον έμπορα ένα γράμμα που μας έλεγε να πουλήσουμε όσο όσο τη σταφίδα, γιατί ’τανε κίνδυνος να μην ξεκαθαρίσουμε ούτε τα έξοδά μας. Μπρος σε τέτοιον εκβιασμό αναγκασθήκαμε να δεχτούμε το χαρακίρι. Όταν μας έστειλε το λογαριασμό ο εντιμότατος εκείνος έμπορας, μας πληροφορούσε πως μείναμε χρέος τριάντα γρόσια, μα… μεγαλόψυχος καθώς ήταν μάς τα χάριζε.
Ήξερα, λοιπόν, καλά τον καημό του χωριάτη, για τούτο πονούσε διπλά η καρδιά μου με τα όσα βλέπανε τα μάτια μου στο εμπόριο. Μια μέρα μάς ήρθε ένας φουκαράς Τούρκος πελάτης από τα Βουρλά. Ήτανε φαμελίτης, κουρελής, με κετσέδες αντίς ποδήματα. Τα μάγουλά του ρουφηγμένα σαν αγίου, το στόμα του ξεδοντιασμένο. Τα γεμάτα αγαθοσύνη μάτια του και τ’ άσπρα, αραιά γένια του σε κάνανε να τον συμπαθήσεις. Έφερε είκοσι τσουβάλια σταφίδα. Περίμενε υπομονετικά να ’ρθει η αράδα του. Λιμπιστερή, ολόξανθη, μελένια η σταφίδα του. Τήνε χάιδευε και τήνε ξαναχάιδευε με τα κακοπαθημένα χέρια του. Πονούσε που θα τη χωριζότανε. Τόσα βάσανα και κόπους πέρασε ίσαμε να τήνε φέρει σε λογαριασμό.
― Άιντε, ξανθούλα, της γλυκομίλαγε. Άιντε, μαλιματού! Μ’ έκαψες και με τσίρισες. Κι από χρόνου, ιστέ!
Την ώρα που ο κύριος Μιχαλάκης έπιασε να ζυγιάσει, ήρθε τρεχάλα ο γιος του Τούρκου χωριάτη. Έφερε ένα δισάκι με σαράντα οκάδες πράμα. Κάτι είπε στον πατέρα του κι έφυγε.
― Βάλε και τουτονά το χεϊμπέ στο ζύγι, έκανε ο χωριάτης και λάμψανε τα μάτια του. Έχω καλό γιο, Μιχαλάκη εφέντη. Του ’δωκα τη σταφίδα να την πάει σπίτι του να περάσουνε καλό χειμώνα τα παιδάκια του, μ’ αυτός φιλότιμος έμαθε απ’ το θείο του πως έχω χρέος στο κεφάλι μου κι ήρθε τρεχάλα να μου φέρει οπίσω τη σταφίδα να τήνε πουλήσω!
Ο έμπορας βρήκε όμορφα λόγια να παινέψει το γιο του Τούρκου, μα τις σαράντα οκάδες τις έφαγε στο ζύγι, δίχως να ντραπεί. Αντίς να κρεμάσει το δισάκι στο καντάρι, το κρέμασε στη μανέλα!
Αμούστακο παιδάριο ήμουνα τότες, όμως μέσα μου ξύπνησε η οργή για την αδικία. Κοίτα κάτι παράξενα πράματα που γίνονται στον ντουνιά, σκεφτόμουνα με αηδία. Ο χωριάτης λιώνει ώσπου ν’ αναγκάσει τη γης να του δώκει καρπό, και τούτοι δω οι εμπόροι, κιμπάρηδες άνθρώποι, μ’ όλα τα καλά και τ’ αγαθά του Θεού, να ’χουνε ένα καντάρι και να το θεωρούνε δουλειά τους να κλέφτουνε το φτωχό! Αργότερα γνώρισα εμπόρους τρανούς που δεν καταδεχόντανε να κάνουνε τις μικροκατεργαριές του Χατζησταυρή. Όμως, τι τα θες, το μυαλό μου δεν το χώραγε, πώς γινότανε ν’ αγοράζουνε ένα το δικό μας μόχτο και να τον πουλάνε πενήντα κι εκατό!
Τι ξέρουνε τούτοι απ’ τη δουλειά στ’ αμπέλια; Το κύλισμα, το μπόλιασμα, το κλάδεμα, το σουλάντισμα, την αγωνία της φυλλοξέρας, τις λαχτάρες ως να ’ρθει να γουρμάσει η αγουρίδα, να μαζωχτεί το σταφύλι, να μπει στα κελετήρια, να στρωθεί στους ταμπλάδες, να φτάσει στα σεργιά! Να βλέπεις συγνεφάκι στον ουρανό και να το κατασκοπεύεις μέρα νύχτα, μη σου κουβαλήσει καμιά βροχή. Κι ύστερα άλλα χτυποκάρδια με το τρίψιμο, το λίχνισμα – να διαλέγεις ρώγα ρώγα, να βγάλεις την ξεζουμισμένη, τα τσόπια, τα φρόκαλα. Και τη νύχτα να τρέχεις με τα τσούλια, να σκεπάζεις τη σταφίδα, σαν μωρό, μήπως και σου τήνε βλάψει τ’ αγιάζι!
Πάνω στη βδομάδα όταν πήγα να πλερωθώ, είπα στον κύριο Μιχαλάκη Χατζησταυρή:
― Αφεντικό, βάλε με σ’ άλλη δουλειά. Εγώ δεν κάνω για ζυγιάσματα. Δε θα σ’ ευχαριστήσω…
Ο έμπορας κατάλαβε. Γύρισε και με κοίταξε μ’ έκπληξη και περιφρόνηση μαζί:
― Κρίμας! έκανε. Και σε πέρασα για ξύπνιον…
Κατέβασα το κεφάλι, έσφιξα τα δόντια μην πάει και γλωσσέψω, μα δεν κρατήθηκα:
― Ε, τι να γίνει, κυρ Μιχαλάκη, του αποκρίθηκα περιπαιχτικά. Δε με ζύγιασες ως φαίνεται καλά… κατά τη συνήθειά σου!
Διδώ Σωτηρίου
«Ματωμένα χώματα»


Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

126. Ο χαραχτηρογράφος


Ο χαραχτηρογράφος θαν ήναι βέβαια γέρος άνθρωπος οπού στη μακρυά ζωή του είδε, έπαθε, κ’ έμαθε πολλά.
«Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα, και νόον έγνω»
Στο ύστερο δίνει μία μελαγχολική ματιά οπίσω του, θεωρεί το μεγάλο του παρελθόν, το αναθεωρεί, το σπουδάζει, μαζώνει τες εντύπωσές του, την πείρα του την αποχτημένη στη συγκοινωνία των ανθρώπων, και γράφει τον άνθρωπον οποίον τον είδε στες διάφορες ψυχικές του κατάστασες, στες διάφορες ιδιοσυγκρασίες του, στες διάφορες κοινωνικές του θέσες.
Δεν αντιγράφει ολοκλήρως τον χαραχτήρα τού κάθε δεδομένου ανθρώπου· επειδή τότε ήθελ’ είναι εικόνα μάλλον, παρά αφηρημένος χαραχτήρας· αλλά από πολλούς έχοντας τον ίδιον χαραχτήρα, και εξωτερικεύοντας αυτόν διαφοροτρόπως, παίρνει κάτι από τον ένα, κάτι από τον άλλον, και κάμνει ένα όλον, οπού βέβαια δεν θα δείχνη κανέναν από αυτούς ιδιαιτέρως· αλλά καθένας από αυτούς ’βρίσκει μέσα το εδικό του.
Δεν είναι δε κάθε γέρος άνθρωπος οπού ’μπορεί να κάμη τούτο, ως και όταν ανεμίχθη πολύ με τους ανθρώπους, και έπαθε, και έμαθε πολλά.
Ο χαραχτηρογράφος έχει και μίαν ειδικότητα και ’ροπήν εις τούτο το έργον· επειδή εντυπονόμενος βαθέως από τες αρετές και τα ελαττώματα των συγχρόνων του, σπρώχνεται και από διακαή ώθησην να εκθέτη ’σαν ένα ξεφαύλισμα τα κακά, και να δείχνη τύπον μιμήσεως τα καλά. Έχει κάποιαν αρμοδιότητα εις το να εισδύη εις την ψυχήν τών γνωρήμων του, και να ’ξετάζη το εσωτερικόν τους. Έχει κρίσην ώστε να εκλέγη και να συνάζη την πρέπουσαν ύλην, κάποιαν φαντασίαν δια να συναρμολογή τα διάφορα, και κάποιαν καλιτεχνικήν αφήν δια να σχηματίζη ένα όλον ευπρόσδεχτον.
Έτσι, αφού στην διάρκειαν της όλης ζωής του έκαμε θέμα των σπουδών του τον άνθρωπον, ημπορεί να ’ξαναδώση τους ανθρώπινους χαραχτήρες οπού είδε, οποίους τους είδε.
Ο χαραχτηρογράφος, εις το πέρασμά του στον Κόσμο, γράφει, και αφίνει γραφισμένον και παραστημένον τον ηθικόν άνθρωπον οποίον τον εύρηκε· σπουδήν και δίδαγμα στες ενεστώσες και μέλλουσες γενεές· εις τες οποίες όλες ημπορεί να ’πη,
ΙΔΟΥ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ανδρέας Λασκαράτος
«Ιδού ο άνθρωπος»

Ίντα διαόλου δάσκαλος είναι τουτοσές;


Μόνον την ημέραν καθ’ ην ανέλαβα τα καθήκοντά μου, ενόησα ότι το έργον το οποίον τόσον ελαφρώς ανεδέχθην είχε και τας δυσχερείας του. Και η πρώτη εκ των δυσχερειών τούτων ήτο ότι εγώ ο διδάσκαλος είχον ανάγκην διδασκαλίας, διότι είχα εντελώς λησμονήσει τα μαθήματα τα οποία επρόκειτο να διδάξω και εις τα οποία άλλως δεν διέπρεψα ποτέ ως μαθητής.
Έπειτα οι «προεστοί» του χωρίου και της επαρχίας, οίτινες ήλθον δια να με γνωρίσουν, δεν έμειναν ευχαριστημένοι. Την δυσπιστίαν, που εκίνησεν η νεαρωτάτη ηλικία μου, ενίσχυσε η ελαφρότης ην έδειξα ζητήσας περισσοτέρας πληροφορίας περί κυνηγίου ή περί των μαθητών και του σχολείου. Ήρχισαν δε μερικοί εξ αυτών να κρυφομιλούν και δεν ήτο δύσκολον να μαντεύω ότι έλεγαν προς αλλήλους.
― Ίντα διαόλου δάσκαλος είναι τουτοσές;
Δια την δυσμενήν δε ταύτην εντύπωσιν διέκρινα λάμψιν χαιρεκακίας εις τους οφθαλμούς του συναδέλφου μου, όστις, ως δια να επιβαρύνη την θέσιν μου, ανέπτυσσε προς τους προεστούς, με πομπώδη φρασιολογίαν, τας ιδέας του περί διδασκαλίας, ωμίλησε προς τον δήμαρχον δια τα πολιτικά της ημέρας και προς τον ιερέα έδωκεν αφορμήν να μ’ ερωτήση:
― Ψάλλεις, κύριε διδάσκαλε;
― Όχι.
Το όχι εκείνο συνεπλήρωσε την ελεεινήν εντύπωσιν την οποία είχα κάμει. Ο παπάς δεν ηδύνατο να εννοήση τι είδους παιδεία ήτο αυτή η νεωτέρα, να μη διδάσκουν τους νέους εκκλησιαστικήν μουσικήν.
Αλλ’ ο συνάδελφος ανέλαβε την υπεράσπισιν μου δια να επιδείξη συγχρόνως τα προσόντα του:
― Δεν έχουν όλοι το χάρισμα της φωνής. Έπειτα εγώ θ’ αναπληρώ τον κύριον σχολάρχην εις αυτό το καθήκον. Δόξα τω Θεώ, εγώ και μουσικήν ξέρω και φωνήν έχω.
Ο συνάδελφός μου ήτο ισχνός και μελαψός, ως ξυλοκέρατον· αλλά την στιγμήν εκείνην μου εφάνη τόσον μαύρος, τόσον απαισίως μαύρος, ώστε μου ήρχετο η όρεξις να τον ερωτήσω πώς έμαθε βυζαντινήν μουσικήν εις το Σουδάν. Και όμως εις τα χείλη είχε μειδίαμα τόσον υποχρεωτικόν και τόσην ταπείνωσιν εξέφραζεν όλον του το ταλαιπωρημένον υποκείμενον και η κάμψις των ώμων του η δουλική και ο πενιχρός του ιματισμός, εις τον οποίον συνηντώντο δύο πολιτισμοί, ο ευρωπαϊκός και ο κρητικός, μετά διαφόρων εποχών, τόσην δυστυχίαν εμαρτύρει το προώρως ρυτιδωθέν μέτωπόν του (διότι δεν θα ήτο ακόμη τριακοντούτης), ώστε δυσκόλως διεκρίνετο η μικροπονηρία ήτις εσπινθήριζεν εις τους μικρούς οφθαλμούς του.
Όταν εμείναμεν μόνοι, μου εξέφρασε την χαράν του, διότι θα με είχε συνάδελφον και… «προϊστάμενον» και με διαβεβαίωσεν ότι δεν ησθάνετο εναντίον μου την παραμικρήν μνησικακίαν.
― Γιατί μνησικακίαν; τον ερώτησα ανατιναχθείς.
― Διότι… πώς να σας πω; Για τη θέσι που πήρατε έχω εργασθή κ’ ήλπιζα κ’ εγώ… Όλοι σχεδόν οι μαθηταί του σχολείου μας έχουν περάσει από τα χέρια μου· θα δήτε δε ότι τους έχω κάμει ξεφτέρια· μερικοί μάλιστα θα ήσαν καλοί και δια το γυμνάσιον. Όταν πρωτοήλθα εις αυτά τα χωριά, σχολεία δεν υπήρχαν και μόνον ολίγα παιδιά εδιδάσκοντο κολυβογράμματα. Τέλος πάντων, είχα δικαιώματα, αλλ’ έπρεπε να ’μαι Κρητικός δια να μου τ’ αναγνωρίσουν, κ’ εγώ Κρητικός δεν είμαι, ούτε μέσα έχω.
― Αν εγνώριζα ότι θα κατεπάτουν ξένα δικαιώματα, απήντησα θυμωμένος ολίγον, σας βεβαιώ ότι δεν θα εδεχόμην τον διορισμόν. Αλλ’ έως χθες, ούτε τα δικαιώματά σας εγνώριζα ούτε σας τον ίδιον.
― Μα δεν είπα ότι φταίτε ’σεις… εψέλλισεν ο διδάσκαλος. Τι φταίτε ’σεις;
Αλλ’ εγώ, δια να τον ταπεινώσω με προσόντα τα οποία εγνώριζα ότι δεν είχεν, ως με είχε ταπεινώσι προ ολίγου με την μουσικήν, του είπα:
― Εγώ ούτε δάσκαλος είμαι, ούτε παρεκάλεσα κανένα να με διορίση. Εξ εναντίας με παρεκάλεσαν να δεχθώ. Είμαι τελειόφοιτος του γυμνασίου, είμαι φοιτητής του Πανεπιστημίου και ζημιώνομαι μάλιστα, διότι χάνω τα μαθήματά μου.
Είχαμεν φθάσει εις το καφενείον του χωριού και εφρόντισα ν’ ακούσουν τα τελευταίας φράσεις οι εκεί καθήμενοι χωρικοί, οίτινες με υπεδέχθησαν με εξαιρετικάς περιποιήσεις, φιλοτιμηθέντες να με κεράσουν όλοι.
Ιωάννης Κονδυλάκης
«Όταν ήμουν δάσκαλος»


Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Εδίδασκε τους συμμαθητάς … και τον διδάσκαλόν του


Εις την μελέτην της γραμματικής προσετέθη η μελέτη της αριθμητικής. Το πείσμα και η ανάγκη μού έδωκαν και την απαιτουμένην νέαν καρτερίαν, αλλά δεν ηδύναντο να δώσουν και εις την μνήμην μου την πειθαρχίαν των αριθμών εις ην δεν είχε συνηθίσει. Και πολλάκις πράγματα τα οποία είχα εννοήσει και απομνημονεύσει την προτεραίαν με διέφευγαν την επιούσαν. Το δέος το οποίον διετήρουν από τους μαθητικούς χρόνους δια τα μαθηματικά, επέφερε σάστισμα και ταραχήν εις την διάνοιάν μου, καθ’ ην στιγμήν επεχείρουν να παραδώσω.
Είχα παρατηρήσει όμως δύο των μαθητών μου, ιδίως δε εις εκ των μεγαλυτέρων, ονόματι Μανούσος, είχαν εξαιρετικήν νοημοσύνην και επιμέλειαν και ήσαν δυνατοί εις όλα τα μαθήματα. Και είχα ήδη αρχίσει να επωφελούμαι τας γνώσεις και την αντίληψίν των εις την τεχνολογίαν. Ερωτών αυτούς, δια να ίδω τάχα εάν γνωρίζουν τον γραμματικόν κανόνα, υπεβοήθουν την μνήμην μου δια των απαντήσεών των και ούτω διδάσκων εδιδασκόμην. Εσκέφθην δε να εφαρμόσω και εις τας δυσκόλους περιστάσεις της αριθμητικής την μέθοδον ταύτην.
Οσάκις τα προβλήματα μου εφαίνοντο δύσκολα, έλεγα με την μεγαλυτέραν αφέλειαν:
― Μελετήσατε αυτά τα προβλήματα. Περιττόν να σας τα παραδώσω. Είναι ευκολώτατα, παιγνιδάκια.
Την ημέραν δε καθ’ ην είχαμε αριθμητικήν, εκάλουν τον αμελέστερον να λύση τα «παιγνιδάκια», βέβαιος ων εκ των προτέρων ότι θ’ απετύγχανεν. Εκάλουν έπειτα άλλον και άλλον και ούτω παρέτασσα τους ασθενεστέρους προ του μαυροπίνακος. Τελευταίον εκάλουν τον ένα εκ των επιλέκτων:
― Έλα συ, Κώστα, να τους δείξης ότι δεν μπορούν να νοιώσουν τα ευκολώτερα των πραγμάτων. Προσέχετε καλά, ανόητοι!
Ο Κώστας ήρχιζε την λύσιν, εγώ δε παρηκολούθουν δια του ενός οφθαλμού τα τελούμενα επί του μαυροπίνακος, δια δε του άλλου όχι πλέον τας σημειώσεις μου, αλλά την φυσιογνωμίαν του Μανούσου. Ο τυφλοσούρτης μου ήτο ζωντανός τώρα. Εάν έβλεπα επιδοκιμαστικά νεύματα ανεφώνουν:
― Βλέπετε τώρα, τι εύκολα πράγματα σας εντρόπιασαν; Εύγε, Κώστα! Κάμε το άλλη μια φορά να το νοιώσουν.
Και ούτω ο Κώστας εδίδασκε τους συμμαθητάς … και τον διδάσκαλόν του.
Εάν όμως διέκρινα εις την φυσιογνωμίαν του Μανούσου σημεία αποδοκιμασίας, μορφασμόν ή μειδίαμα, ήρχιζα να κινώ την κεφαλήν:
― Δεν τα κατάφερες, Κώστα, και θα καλέσω το Μανούσο να σου βάλη τα γυαλιά… Για σκέψου λίγο… Ας είναι, δεν τα καταφέρνεις… έλα, Μανούσο!
Ο Κώστας απεσύρετο κατακόκκινος και παρεχώρει την θέσιν του και την κιμωλίαν εις τον αντίζηλον. Διότι ούτω κατώρθωνα συγχρόνως ν’ αναπτύσσω μεταξύ των δύο επιλέκτων άμιλλαν, ήτις υπεδαύλιζε και διετήρει τον ζήλον και την επιμέλειάν των. Ο Μανούσος πάντοτε με καταπληκτικήν ευκολίαν εύρισκε την ορθήν λύσιν. Αλλά τι θα εγίνετο, Θεέ μου, αν ήτο και αυτός ως οι άλλοι; Μίαν φοράν παρ’ ολίγον να ευρεθώμεν εις το αδιέξοδον τούτο. Επρόκειτο περί της υφαιρέσεως εσωτερικής ή εξωτερικής, δεν ενθυμούμαι καλά. Ο Κώστας περιήλθεν εις αμηχανίαν, το δε πρόσωπον του Μανούσου δεν εξέφραζε τίποτε. Τώρα μάλιστα με παρετήρει και αυτός προσπαθών να μαντεύση την λύσιν από τας κινήσεις της φυσιογνωμίας μου. Αλλ’ εγώ είχα φυσιογνωμίαν σφιγγός ανεξερεύνητον, ενώ εντός μου εσφάδαζε αγωνία φοβερά. Αλλά τι να γίνη; Ο Κώστας είχε κοκκινίσει μέχρι των ώτων και κύψας την κεφαλήν, παρητήθη από την αδύνατον επιχείρησιν. Ηναγκάσθην δε να καλέσω τον Μανούσον και συγχρόνως εσκεπτόμην πυρετωδώς τι να είπω και τι να κάμω εν περιπτώσει καθ’ ην θα εψεύδετο και η τελευταία μου ελπίς. Και πράγματι μετ’ ολίγον ήρχιζε να κοκκινίζη και ο Μανούσος και εψιθύρισε:
― Παράξενο πράμα! Εχθές το ’καμα χωρίς καμμία δυσκολία.
Ο διδάσκαλος είχε καθήκον πλέον να παρέμβη με τα φώτα του· αλλ’ ο διδάσκαλος δεν ενόει ν’ αναμειχθή εις πράγματα τόσον εύκολα, από τα οποία δεν ενόει τίποτε. Και ανεκουφίσθη με μίαν σκέψιν: «Το κάτω κάτω καταργούμεν την υφαίρεσιν. Σήμερον δεν την χρησιμοποιούν πια. Η νέα μέθοδος…» Με αυτήν την «νέαν μέθοδον» εδικαιολόγουν πολλά πράγματα.
Αλλ’ καθ’ ην στιγμήν ήνοιγα το στόμα δια να καταργήσω την υφαίρεσιν, ήνοιξε το ιδικό του και ο Μανούσος – καλή του ώρα! – και επρόφερεν έν επιφώνημα, πλήρες χρηστών ελπίδων:
― Α! Το βρήκα.
― Έλα, Αρχιμήδη! του είπα. Εγώ προς τιμωρίαν δεν σ’ εβοήθησα… Έπειτα πρέπει να μάθετε να σκέπτεσθε μόνοι σας… Η νέα μέθοδος αυτό επιβάλλει.
Και όταν οι αριθμοί έφθασαν εις αίσιον πέρας:
― Ωραία! ανεφώνησα. Βλέπεις ότι δεν εχρειάζετο και μεγάλη φιλοσοφία… Αμέ όταν θα διδαχθήτε Άλγεβραν εις το γυμνάσιον, πώς θα κάνετε; Εκεί να ιδήτε αλαμπουρνέζικα! Εγώ, που ήμουν ο πρώτος της τάξεώς μου εις τα μαθηματικά (ω, αν με ήκουεν ένας καθηγητής των μαθηματικών με παραγναθίδας!)... Έλα κάνε το άλλη μια φορά να δούνε και οι άλλοι.
Φαίνεται όμως ότι η ηθοποιία μου δεν κατώρθωνε να κρύπτη τελείως την αδυναμίαν μου εις την οξυδέρκειαν του Μανούσου. Εις τούτο άλλως συνετέλουν και αι σπερμολογίαι του καλού μου συναδέλφου, αίτινες, αν δεν επιστεύθησαν, αφήκαν όμως υπονοίας. Και μου εφάνη ότι ο Μανούσος δεν μου εδείκνυεν από τινός όλον τον σεβασμόν, ότι ήρχισε να γίνεται αλαζών, μαντεύσας ίσως ότι είχεν την ανάγκην του ο διδάσκαλος. Ο κίνδυνος δεν ήτο μικρός· και έπρεπε να παταχθή ταχέως το κακόν πριν ή γενικευθή και μετατραπή εις ανταρσίαν. Έπρεπε να του πάρω τον αέρα, δια να μη μου τον πάρη αυτός. Και μίαν ημέραν, ενώ διήρχετο πλησίον μου και μου εφάνη ότι δεν μ’ εχαιρέτησεν ή ότι μ’ εχαιρέτησεν αμελώς, τον εσταμάτησα και με οργήν του είπα:
― Γιατί δεν χαιρετάς, ε; Γιατί δεν χαιρετάς;
― Εχαιρέτησα, δάσκαλε, απήντησεν ωχριάσας.
― Τόσον καλά εχαιρέτησες ώστε δεν σε είδα. Αλλ’ εγώ δεν ανέχομαι αυθαδείας. Τας κόβω μία και καλή.
Και συγχρόνως με την τελευταίαν λέξιν επλατάγισαν δύο ραπίσματα εις τα μάγουλά του.
― Τι νόμισες; Είσαι ο πρώτος στα μαθήματα, αλλ’ οφείλεις να είσαι και ο πρώτος εις την συμπεριφοράν… Πήγαινε και άλλη φορά να είσαι προσεκτικώτερος!
Και απομακρυνόμενος είπα μονολογών:
― Και να μου μαθαίνης καλά το μάθημα.
Ιωάννης Κονδυλάκης
«Όταν ήμουν δάσκαλος»


Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Το κυνήγι


Είχα μεν το θάρρος να γίνω μαθηματικός, να το επιχειρήσω τουλάχιστον· αλλά το θάρρος μου δεν έφθασε μέχρι της μαγειρικής. Επροτίμησα να ζήσω χωρίς μαγειρικήν ή τουλάχιστον με στοιχειώδη και πρωτογενή μαγειρικήν. Μαγείρευμα έτρωγα μόνον όταν κανείς των χωρικών μ’ εκάλει εις γεύμα ή όταν, κυνηγών, έφθανα μέχρι των πανδοχείων τα οποία υπήρχαν κάτω εις την παραλιακήν οδόν. Κατά τας άλλας ημέρας, ετρεφόμην με το κυνήγι μου, ψηνόμενον προχείρως επί της πυράς, ή με αυγά και τυρί. Συνήθως δε εγευμάτιζα και εδείπνουν εις το καφενείον, αναθέτων εις τον καφεπώλην να μαδή και ψήνη τα θηράματα. Ως τραπεζομάνδηλον μου εχρησίμευον φύλλα και κλάδοι.
Τότε η προς το κυνήγι αγάπη μου έφθασεν εις αληθή μανίαν. Ενώ εδίδασκα, οι δύο μου σκύλοι εκάθηντο εκατέρωθεν της έδρας, ως σφίγγες, και το δίκαννον ήτο ανηρτημένον εις τον τοίχον δίπλα μου, δια να το έχω πρόχειρον. Διότι με κατελάμβαναν αιφνίδιοι κυνηγετικοί παροξυσμοί, όταν ήκουα ψιθύρισμα τσίχλας λ.χ. ή λάλημα μελισσουργών· και αρπάζων το δίκαννον έτρεχα έξω, αφήνων τους μαθητάς ν’ αλληλοδιδάσκωνται ή ν’ αλληλοδέρνωνται, κατά την νέαν μέθοδον πάντοτε. Το μάθημα διήρκει όσο το δυνατόν ολιγώτερον. Ούτε βροχή, ούτε καύσων με ημπόδιζεν. Έτρεχα ως μαινόμενος εις τους κάμπους και τα βουνά, πυροβολών κατά παντός πτερωτού, μεγάλου ή μικρού, φαγωσίμου ή μη, κατά των γυπών, όπως και κατά των σπουργιτιών. Και τόση ήτο η μανία μου, ώστε, επιστρέφων μετά την δύσιν του ηλίου, επυροβόλουν κατά των νυκτερίδων και των γλαυκών. Με κατέβαλε δε και μία περιέργεια να φάγω εξ όλων των θεωρουμένων μη φαγωσίμων πτηνών. Αλλά και οι χωρικοί των μερών εκείνων είχαν γίνει κατά τας επαναστάσεις παμφάγοι και ουδόλως τους εξέπληττεν η περιέργειά μου. Εσπέραν τινά καθ’ ην έτρωγα εις το καφενείον γλαύκα ψητήν με κάποιαν πρόθεσιν επιδείξεως, οι παρακαθήμενοι χωρικοί μου είπαν:
― Εμείς τρώμε και νυκτοκοράκους και γιούπηδες, δάσκαλε.
― Νυκτερίδες τρώτε;
― Σαν τυχαίνουνε, απήντησε μειδιών ο καφεπώλης.
― Τότε τι δεν τρώτε, μωρέ; ηρώτησα με πείσμα.
― Ό,τι δεν έχομε.
Απέναντι του παραθύρου μου υψούντο από τον κήπον της Φωτεινής μία μεγάλη συκαμινέα και διάφορα άλλα δένδρα. Ενίοτε δε όταν ενεφανίζετο επ’ αυτών τσίχλα ή άλλο πτηνόν, δεν ελάμβανα τον κόπον να εξέλθω· αλλά διακόπτων το μάθημα, έλεγα «μια στιγμή!» προς τους μαθητάς, ήρπαζα το δίκαννον κ’ επυροβόλουν απ’ αυτής της έδρας ή από το παράθυρον. Αι παρενθέσεις αύται ήσαν πολύ διασκεδαστικαί δια τους μαθητάς, οίτινες ημιλλώντο ποίος να πρωτοτρέξη να φέρη το θήραμα, ούτως ώστε πολλάκις εξήρχοντο όλοι με αλαλαγμόν, παρακολουθώντων των σκύλων. Τούτο όμως βαθμηδόν τους απεθράσυνεν, ώστε ήρχισαν περί τα τέλη του σχολικού έτους να καταχρώνται ολίγον την αδυναμίαν μου.
Δια να μείνουν μόνοι, ανεφώνουν αίφνης.
― Δάσκαλε, δάσκαλε, ένα πουλί, ένα μεγάλο πουλί!
― Πού;
― Επέρασε, πάει προς τα κάτω.
Ο διδάσκαλος δεν ήθελε περισσότερον δια να ορμήση έξω. Και έστιν ότε, αντί να λείψη επί μίαν στιγμήν, ως έλεγεν, απουσίαζεν επί ώραν όλην ή και ώρας. Την δε φροντίδα των μαθημάτων άφηνα εις την «νέαν μέθοδον», ήτις ηδύνατο να ονομασθή και ελευθέρα αλληλοδιδακτική η αυτοδιδακτική μέθοδος.
Ιωάννης Κονδυλάκης
«Όταν ήμουν δάσκαλος»
Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Γύρω του, αργά, ξετυλιγότανε το παραμύθι του δρόμου


Κοιτάζοντας τον ανήφορο, έχεις το σπίτι στ’ αριστερά σου. Μπαίνεις στο μεσαίο από τον πλαϊνό δρόμο. Εκεί είναι η σούδα με το φύκο, πλάι μια στενή, πολύπλοκη αυλή – σκαλοπάτια, χαγιάτια, πόρτες, άλλες σκάλες. Αντίκρυ σου, ο δρόμος ανηφορίζει σκαλώνοντας στο ψαχνό του βράχου και σημαδεύει στο κάστρο που κρέμεται μεσούρανα. Τα πέτρινα σκαλοπάτια είναι δαμασμένα από τα βήματα του καιρού και τις βροχές που αμόλησαν οι αμνημόνευτοι χειμώνες. Πάρε όμως το πλαϊνό δρομάκι, αριστερά.
Χώνεσαι τώρα στην επικράτεια του άλλου αυτού κόσμου, του ξένου από την πολιτεία κάτω, τη μεγάλη, τη λαμπρή. Εδώ ο δρόμος δεν είναι πετρωμένος, τρεκλίζει, οι τοίχοι έχουν ζωή, κυματίζουν ανασαίνοντας, οι όψεις των σπιτιών γνέφουν ή σφίγγουν τα χείλη τους. Τα παραθύρια τσίμπλιασαν, μια βελούδινη μαύρη γάτα κόβει λοξά το δρόμο, ιερατικά συμβολική.
Μέσα σε φέγγη ξαφνικά, από άγνωστες εστίες, έβλεπε ο Παραδείσης περνώντας, κομμάτια της σκηνογραφίας να προβαίνουν και να ξεκόβονται. Είταν ένα σώμα ανάερο, σα δίχως βάση, που γέρνει έτοιμο να σωριαστεί μέσα στο δρόμο βουβά, δίχως πάταγο. Σκιά. Μια ξύλινη καγκελωτή σκάλα, ανεβαίνει σβέλτα από στενή λουρίδα χώμα, που το έχει βελουδώσει πρασινωπή η μούχλα. Είναι ένα άρρωστο όνειρο περιβολιού, που το κάνει λες κάποιος τρελλός. Το ασθενικό χαγιατάκι δρομίζει ψηλοκρεμαστά, γερμένο παράτολμα, και δεν πάει πουθενά. Από το ιριδιστό τζαμιλίκι της παράγκας με τ’ αβυθομέτρητα σκοτάδια, ένα γαϊτανάκι ξεφεύγει κι’ ανεμίζεται, βραδινός καπνός, η παιδιάστικη φωνή που τραγουδάει ψελλίζοντας, τσευδή. Και το γεράνι στον ασβεστωμένο τενεκέ πυρώνει μ’ αιδημοσύνη, που το πρόλαβες εκεί-μέσα, στους άτιμους βούρκους. Κ’ η κληματαριά η λυμφατική διανεύει με τσάκισμα ερωτιάρικο, να σου ξεφύγει. Είναι ένα κομμάτι από κοσμογονικό κατακλυσμό που σώθηκε άγνωστο πώς, σκαλωμένο στο πλευρό του γέροντα βράχου.
Από τότε, θα του τύχαινε συχνά να παίρνει τους δρόμους αυτούς και να βωλοδέρνει. Πήγαινε άσκοπα, χαζεύοντας, με τα μάτια πνιγμένα. Τα καλοκαίρια, βράδι-βράδι οι κυράδες έβγαζαν τις καρέκλες τους έξω από το πορτί και κάθονταν να κουβεντιάσουν ή να ονειρευτούν. Αυτός, περνούσε. Γύρω του, αργά, ξετυλιγότανε το παραμύθι του δρόμου, μ’ αδυσώπητη συνέπεια έπιανε κι’ έδενε σ’ ένα βουβό τραγούδι, το ίδιο πάντα τραγούδι: Το λυωμένο σκαλοπάτι, ο τενεκές που άσπρισε σαν προγονικό κόκκαλο, ένα ανθοπέταλο από γεράνι που ταξιδεύει στο βραδινόν αέρα, μια γάτα μονόφθαλμη και τραγική.
Ξαφνικά, εκεί που πήγαινε, κάτι τοίχοι ξεπρόβαιναν γκαστρωμένοι από το κρυφό σπυρί της υγρασίας. Ή και σα να τους σπρώχνουν από μέσα οι ανθρώπινες υπάρξεις, οι θαμμένες, να βγουν στο φως. Παντού η ίδια αγωνία για τη δημιουργία χώρου, μια έγνοια που έγινε ψύχωση και κατάντησε σαρκασμός. Είναι οι ανάπηροι σανιδένιοι εξώστες, οι ριγμένοι μ’ απόγνωση στο κενό. Είναι οι παράγκες από φτενή τάβλα και σκουριασμένους γκαζοντενεκέδες. Οι κατοικίες έμειναν έμβρυα, βγήκαν μ’ έκτρωση στον κόσμο. Μια συκιά χυμάει έξαλλη, σπάζοντας τη μάντρα, να γλυτώσει από το βιασμό· τα μπράτσα της στρίβονται απελπισμένα. Στο ανώγι, μεγάλο σα ντεπόζιτο, κι’ έτσι σκουριασμένο, όλο λαμαρίνα κατσαρή, μαντεύεις την έρημη ψυχή που κόβει βόλτες τη νύχτα. Τα βήματά της σφυροκοπάνε το σάπιο πάτωμα, και το χτίριο ολάκερο σείεται. Πώς αντέχουν οι άνεμοι να μη συνεπάρουν τα πυργωμένα τούτα σαρίδια που παρασταίνουν τις κατοικίες; Κάποια στενά, φρεσκολουσμένα στην ώχρα, ανασαίνουν χωματίλα, σαν τάφοι νιόσκαφτοι. Λίγο πριν από την αγκωνή, δεξιά σου, στραχωμένο με τις άλλες τρώγλες, βρίσκεις το εκκλησάκι. Έβλεπε ο Παραδείσης την πόρτα του πάντα σφαλιστή, σανίδι τυφλό και βουβό, νεκρόκασσα. Πότε μπήκανε και του ανάψανε τα καντήλια; Θα είταν μια φορά, μια και καλή, για την αιωνιότητα. Σκύβεις στο παράθυρο, το μικρό, τζαμωτό, που δεν έχει ποτέ ανοίξει, και τα βλέπεις τα καντήλια ν’ αρμενίζουν στο άναρχο σκοτάδι, το βαθύ σα λίμνη απύθμενη. Τα εικονίσματα δεν τα ζωντάνεψε ποτέ αχτίδα ημέρας, είναι ψυχές αγίων κεκοιμημένων μέσα στο χρόνο που καθηλώθηκε. Τις νύχτες, πάλι, ένας άλλος ίσκιος θα ’ρθει να σταθεί στο στασίδι, τυλιγμένος  σε σφιχτό, άλαμπο ράσο. Ο καλόγερος δέεται σκυφτός, με πρόσωπο αφανέρωτο, αιώνες.
Όταν έμπλεκε σε τούτα τα στενά ο Παραδείσης δεν έλεγε να βγει. Πήγαινε κι’ ερχόταν, πήγαινε κι’ ερχόταν, δίχως κατεύθυνση σταθερή, ψυχή κολασμένη. Μόλις ένιωθε πως πάτησε το σύνορό τους και πάει να ξεφύγει, γύριζε βιαστικά πίσω, νιώθοντας ένοχος. Με τον καιρό, αργόπηζε μέσα του μια πεποίθηση πως είναι κι’ αυτός υπεύθυνος γι’ αυτόν εδώ τον κόσμο. «Γραφικά!» συλλογιζόταν κάποτε με πικρό σαρκασμό. «Γραφικά!» Με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του, το κεφάλι σκυμμένο, βάδιζε, χωνόταν όλο και πιο βαθειά στην ατμόσφαιρα τούτη, τη βαρειά νοτισμένη, και την ανάσαινε, την έπινε, την άφηνε να τον διαποτίζει, να κυλάει στο αίμα του, να τον κερδίζει, να τον χωνεύει, να τον αφομοιώνει σιγά-σιγά. Τον ανήφορο τραβώντας, έφτανε κάποτε σ’ ένα ξέφωτο απ’ όπου σταματημένος έβλεπε κάτω, στα πόδια του, την πολιτεία που ξεχύνεται παφλάζοντας, ένδοξη και φαρδειά. Οι μέρες είναι πάμφωτες, στον ουρανό που λάμπει πασίχαρος ανακρούεται μουσική θριάμβου. Δεξιά, ο Λυκαβητός πυργώνεται σαν τρόπαιο. Ανάλογα με τις ώρες, με την εσωτερική σου τη διάθεση, τον βλέπεις βυζί γυναίκας κορδωμένο από τον οργασμό, ή και σπυρί ομπυασμένο, έτοιμο να σπάσει.
Και γύρω, απ’ ολούθε, ο λαός από παράγκες, τρώγλες, ρημάδια, σαρίδια, ανεβαίνει. Φουσκώνει, χυμάει σαν κύμα βουρκωμένο, κυριεύει λίγο-λίγο τον αγέρωχο βράχο της Ιστορίας, τον γίγαντα. Τον τρώει σαν λέπρα, τον βρίζει σαν αμαρτία, τον σαρακώνει, πέλαγος ύπουλο, πένθιμο και δειλό.
Άγγελος Τερζάκης
«Δίχως Θεό»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Τι θα γίνουμε δίχως Θεό; πες μου


― Είμαι ένας δειλός, είπε. Μη με διακόπτεις, έχω ανάγκη από την ειλικρίνεια εκείνη που δεν ξέρει από αισθηματολογίες, τύπους. Τη γοργή και ψυχρή ειλικρίνεια. Παράτησα τη Νίνα (εδώ, στ’ όνομα που είχε να το προφέρει τόσα χρόνια, η φωνή του βράχνιασε) από καθαρή δειλία, μιαν επαίσχυντη λιποταξία απέναντι στη ζωή. Θαρρώ πως την παράτησα γιατί την αγαπούσα. Το καταλαβαίνεις αυτό; Όχι, φυσικά. Είναι από κείνα που δοκιμάζει κανείς μα που δεν τα καταλαβαίνει. Ήθελα να την κάνω ευτυχισμένη, αυτό είναι, ένιωθα την πυρωμένη ανάγκη να της δώσω το μεγαλύτερο ποσοστό ευτυχίας, πλούτο, χαρά, ηδονή, τρέλλα, ό,τι μπορεί να γνωρίσει στον ανώτατο βαθμό ένα ανθρώπινο πλάσμα στη γη. Είταν παράλογο, μαθηματικά αδύνατο. Δεν είν’ έτσι; Έφυγα γιατί καταλάβαινα πως με τα μέσα μου δε θα μπορούσα ποτέ να κατορθώσω τίποτα, το παραμικρό.
Σφούγγισε με το μαντήλι του το ιδρωμένο μέτωπό του και συνέχισε:
― Έφυγα γιατί καταλάβαινα πως αν μείνω ακόμα λίγο, θα είναι πολύ αργά. Ο έρωτας, άκουσέ με, είναι ένα πάθος εγωιστικό, έχουν άδικο να τον καλλωπίζουν. Θέλεις την ευτυχία του αγαπημένου προσώπου υπό τον όρο πως θα του τη δώσεις εσύ κι’ όχι άλλος. Αν ένας άλλος μπει στη μέση, που έχει ωστόσο περισσότερες πιθανότητες να το κατορθώσει, εσύ δεν αποσύρεσαι, επιμένεις. Γιατί; Γιατί στην ευτυχία του αγαπημένου σου προσώπου δε βλέπεις παρά την πραγμάτωση της δικής σου ευτυχίας, να γιατί. Η φιλοσοφία μου, καθώς βλέπεις, είναι απάνθρωπη, ας με αναθεματίσουν. Ξέρω, ξέρω, η Τέχνη έχει πλάσει εκείνους που αυτοθυσιάζονται ωραία-ωραία για να ευτυχίσει το αγαπημένο τους πρόσωπο. Φιλολογία αναίσχυντη! Ο έρωτας είναι πάθος, και το πάθος, σαν κάθε φυσική δύναμη, δεν υποχωρεί. Όταν υποχωρήσει, είναι κακό σημάδι, σημαίνει πως το συναίσθημα σταμάτησε μεσοδρομίς, στο βαθμό μιας χλιαρής θερμοκρασίας, και ζητάει ν’ αναισθητήσει με το ναρκωτικό της αυταρέσκειας. Η αυτοθυσία στον έρωτα είναι νοσηρός ναρκισσισμός.
Γέλασε με τρόπο παράδοξο, κοντό και ξερό. Ύστερα το μέτωπό του σκοτείνιασε.
― Έφυγα γιατί αναρωτήθηκα μήπως είμαι προδότης. Δεν ξέρεις τίποτα για τη νύχτα που ακολούθησε την τελευταία, τότε, κουβέντα μας. Μου είχες υποδείξει το χρέος μου να πάρω μιαν απόφαση, να παντρευτώ. Γυρίζοντας σπίτι μου, βρήκα ασυμπλήρωτο ένα άλλο χρέος. Ο Γιατρός – τον θυμάσαι; – ήρθε να μου ζητήσει άσυλο τη νύχτα εκείνη, γιατί τον κυνηγούσαν. Του τόδωσα. Κουβεντιάσαμε μαζί ως τις μικρές εκείνες ώρες, εκείνος κι’ εγώ. Δε μ’ έπεισε, όχι, γιατί τα επιχειρήματά του τα ήξερα. Όμως τρεις ημέρες αργότερα, τον έπιασαν, κι’ αυτό είταν το επιχείρημα που αναζητούσε μάταια εκείνος ολάκερη τη νύχτα που σου λέω, και δεν τόβρισκε. Ήξερα το μέλλον του: Η φυλακή, μια ολάκερη ζωή που τσακίζεται, παραχώνεται, σβήνεται από τον κόσμο. Φυσικά, το είχε προκαταβολικά αποδεχτεί αυτό το μέλλον όταν έμπαινε στον αγώνα, ήξερε πολύ καλά πως μια μέρα, αργά η γρήγορα, αυτό θα γίνει. Κι’ όσο αργότερα τόσο χειρότερα, γιατί το μητρώο του θα είταν πια ασήκωτα βαρύ. Έτσι κι’ έγινε. Τρία μερόνυχτα, αυτά που μεσολάβησαν από την κουβέντα μου μαζί του ίσαμε τη σύλληψή του, δεν είχε βγει από το σπίτι μου. Πάσχιζα να βάλω μια τάξη στο νου μου, να ξεκαθαρίσω τα ελατήριά μου, να ιδώ γιατί είμαι επαναστάτης κι’ όμως όχι αγωνιστής, γιατί έχω πειστεί και δεν προχωρώ στη δράση. Δειλία; Όχι, θαρρώ πως γι’ αυτό δε μπορούσα ποτέ ν’ αμφιβάλλω, ήμουν ο μόνος αρμόδιος να ξέρει πως δεν είμαι δειλός. Ούτε κι’ εκείνοι το πίστευαν, με θεωρούσαν απλώς μιαν ειδική περίπτωση κι’ ας μ’ έλεγαν κατά τα  συνηθισμένα «πανικόβλητο μικροαστό», «οππορτουνιστή» και τα παρόμοια. Τότε; Θεωρητικά, ήξερα πολύ καλά γιατί δε μπαίνω στον αγώνα, είχα από καιρό καθορίσει, γι’ ατομική μου πληροφόρηση, τα σημεία της διαφωνίας μου. Είταν αρκετά ώστε να με κρατούν μακριά, ο μαρξισμός είναι ένα σύνολο από συλλογισμούς αλληλένδετους, ατόφιο, αρράγιστο, μονοκόμματο, όπου δε χωρεί συμβιβασμός ή διχογνωμία. Αν ήθελα να εξηγήσω τη στάση μου, τα επιχειρήματα δε θα μου έλειπαν, κάθε άλλο. Όμως τι βγαίνει; Άλλο να πείθεσαι εσύ ο ίδιος κι’ άλλο να πείθεις τους άλλους. Κάθε φορά που ένας τους έπεφτε στα χέρια της εξουσίας, που γονάτιζε καταμεσίς στην πορεία του, εγώ δοκίμαζα έναν εσωτερικό βρόντο. Ναι, έτσι που σου το λέω. Ήξερα πως δεν είμαι προδότης κι’ όμως ένιωθα σαν προδότης. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό; Λογικά, ούτε κι’ εγώ. Όμως έτσι είναι.
Ο Βαγκλής σώπαινε. Ο Παραδείσης σφούγγισε πάλι το μέτωπό του, όπου είχε δοντιάσει ιδρώτας, από τον εσωτερικό βρασμό. Χαμηλόφωνος, πνιχτός, του ξέφυγε ένας βόγκος.
― Είταν τόσο ασύμμετρο αυτό, μουρμούρισε, τόσο παράτονα αντιφατικό, η απόσταση από τη δική του θέση στη δική μου. Ήμουνα στις παραμονές μιας απόφασης που θα μου εξασφάλιζε την ευτυχία, ρίχνοντας στην αγκαλιά μου, οριστικά, τη μοναδική γυναίκα που αγάπησα. Εκείνος κρυβόταν, έφευγε κυνηγημένος, ζούσε στη σκιά, κρυφά από τ’ άγιο φως της μέρας, και σε λίγο, σάμπως να μην έφταναν αυτά, θα ’παιρνε το δρόμο της δοκιμασίας. Τι είναι εκείνος και τι εγώ; να τι αναρωτήθηκα. Και πώς μπορεί κ’ οι δυο μας να είμαστε κομμάτια από τον ίδιο πηλό, κάτοικοι του ίδιου πλανήτη, να ταξιδεύουμε μαζί πάνω στο ίδιο τούτο μόριο σκόνης που κυκλοφορεί χαμένο μέσα στο διάστημα; Δεν ξέρω αν μου δόθηκε ποτέ άλλοτε να νιώσω τόσο δυνατά το ακατανόητο, το παράλογο της ανθρώπινης μοίρας. Ή και οι δυο μας δουλεύουμε σε μιαν ανώτερη Πρόνοια, που τα εξηγεί όλα, όμως για τον εαυτό της, εγωιστικά, απάνθρωπα, και μας κρύβει χαιρέκακα το συμπέρασμά της, ή – μιας κι’ αυτό δεν το πιστεύω, ή τουλάχιστον δεν το πίστευα τότε – η θέση μας είναι τόσο εκτεθειμένη, τόσο τραγική, πάνω στ’ ακρωτήρι τούτο των κόσμων, το αφιλόξενο κι’ ανώνυμο, ώστε μονάχα η πιο στενή, η πιο παράφορη, η πιο απελπισμένη αλληλεγγύη να είναι ο κάπως νοητός νόμος μας. Και τότε, πες μου, τι αξία έχουν οι θεωρητικές διχογνωμίες, οι αμφιβολίες, η προσωπική μας κρίση;
Βρισκόταν σε κατάσταση φοβερή, ανάβραζε ολάκερος. Ο Βαγκλής όμως χαμογέλασε, κούνησε το κεφάλι του.
― Δε νομίζεις, είπε, πως αυτός είναι ακριβώς ο δρόμος που οδηγεί στον ολοκληρωτισμό;
― Ο ένας δρόμος οδηγεί στο Θεό, αναστέναξε βαρειά ο Παραδείσης, ο άλλος στον ολοκληρωτισμό. Φοβάμαι, τρέμω, μήπως δεν υπάρχει τρίτος, ενδιάμεσος. Εμείς βλέπεις, καλέ μου, είμαστε σήμερα ένας κόσμος που έχασε το Θεό του. Η ιδέα της θεότητας απουσιάζει από τη ζωή, το βλέπεις, κι’ απόμεινε στη θέση της ένα είδωλο. Τι θα γίνουμε δίχως Θεό; πες μου. Μπορούμε να ζήσουμε κι’ έτσι, δίχως την κεκτημένη ταχύτητα που μας οδηγούσε ίσαμε τώρα; Ίσως ναι, δε λέω. Άλλοτε, το πίστεψα φανατικά. Ως τότε όμως, στη μεταβατική τούτη εποχή, δε βρίσκεις πως μπορούν να σημειωθούν πράγματα τερατώδη, πράξεις έσχατης απελπισίας, να βγουν στο φως όντα με όψη ανθρώπινη που δε θα έχουν ωστόσο καμμιά σχέση μαζί μας; Εγώ, εγώ που με βλέπεις, ποτέ μου, από κούνια, δεν πίστεψα στο Θεό. Κι’ όμως αργότερα, δίχως να το καταλάβω πώς, οδηγήθηκα να πιστεύω στην ανώτερη χρησιμότητά του, στην αγριωπή ομορφιά θα ’λεγα. Ικανοποιεί μέσα μας ένα αίσθημα υψηλής, όχι θετής απλά, δικαιοσύνης… Αχ, όλ’ αυτά μου φάγανε το μυαλό, είπε κι’ έβγαλε πάλι τα γυαλιά του, έτριψε μέσα στα δάχτυλά του το μέτωπό του σαν άνθρωπος ξαφνικά άρρωστος.
Σώπασαν. Το βράδι τους είχε προφτάσει, άναβαν γύρω τα φώτα.
Άγγελος Τερζάκης
«Δίχως Θεό»
Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Άπειρα ερωτήματα, προαιώνια


Την ίδια νύχτα, πάνω στον ύπνο του, πετάχτηκε ξαφνικά μ’ ένα αίσθημα αγωνίας μέσα στο στήθος. Είταν σκοτάδι πυκνό, οι γρίλλιες δεν έφεγγαν καθόλου. Φοβήθηκε πως του έρχεται πάλι μια κρίση της αρρώστιας του. Ανακάθησε στο κρεβάτι, γύρεψε ψαχουλευτά, δίπλα του, στο σακκάκι του που είτανε πάντα κρεμασμένο στην καρέκλα, την τρινιτρίνη. Όμως δε βιάστηκε να την πάρει, καταλάβαινε τώρα πως δεν είναι αυτό που φοβήθηκε. Όχι. Η αγωνία που τον ξύπνησε έμοιαζε με βραχνά. Στύλωσε το μαξιλάρι στον τοίχο, τη ράχη του στο μαξιλάρι, και με τα μάτια σφαλιστά, το κεφάλι σκυφτό, στάθηκε ν’ αφουγκραστεί τη μέσα του κατεργασία. Κάτι απροσδιόριστο, σαν υποχθόνια αναταραχή, βουίζει εκεί, αλυσοδέρνεται. Μονομιάς, δίπλα του, νιώθει τον ίσκιο που έχει γίνει τώρα πια συνοδός του, τον βουβό σύντροφο. Δεν είναι άλλο πρόσωπο, ενσάρκωση κάποιας δύναμης ή κάτι τέτοιο, όχι. Είναι ο ίδιος ο εαυτός του, αλλά σε μια μεταθανάτια, πες, μορφή. Στέκεται καθιστός και περιμένει.
Τότε ο Παραδείσης φοβήθηκε. Φοβήθηκε το ενδεχόμενο τούτο που κουβαλάει μέσα του, την κρυφή του φοβέρα, τη σπορά του θανάτου, την ενέδρα που δεν μπορείς να της ξεφύγεις γιατί την έχεις στο αίμα σου, είναι πια ένα μαζί σου. Θυμήθηκε φευγαλέα, μια παλιά του σκέψη: Ο καθένας κουβαλάει μέσα του το θάνατό του, εκείνον που τού είναι ταιριαστός, όπως κάθε τι προκαθορισμένο. Αν μπορούσες να ξέρεις προκαταβολικά το είδος του θανάτου κάθε ανθρώπου, θα ήξερες κάτι περισσότερο, ουσιαστικότερο, γι’ αυτόν τον ίδιο. Θα είχες μιαν άποψή του αποκαλυπτική. Τώρα, άρχιζε να θαμποβλέπει τη μορφή του δικού του θανάτου, ή τουλάχιστον την ποιότητά του. Διπλή αποκάλυψη: Βλέπει και τον εαυτό του διαφορετικό και τον κόσμο. Τα πιόνια άλλαξαν αθόρυβα μέσα στο σκοτάδι θέσεις, άλλαξε μαζί κι’ ο συσχετισμός τους, οι αναλογίες, το νόημα του παιχνιδιού. Εκεί αντίκρυ, είναι ένα μαύρο πιόνι ασάλευτο, που τον κρατάει σαχ. Έτσι, ξαφνικά, βουβά, τον έχει κάνει σαχ, όπως γίνεται πάντα. Μια κίνηση ακόμα: Ματ! Τι θα γίνει τότε; τι ακριβώς θα γίνει; Να το βαρύ ερώτημα. Τι είναι η στιγμή εκείνη η κρίσιμη, η ασύλληπτη, όπου πραγματοποιείται η μετάβαση από τη μια κατάσταση στην άλλη, από τη ζωή στο θάνατο, από το δώθε στο κείθε; Τι ποιότητα έχει; πώς γίνεται αισθητή; Αισθητή; υπεραισθητή; ο άγνωστος κόσμος άραγε περιμένει ή απουσιάζει; Άπειρα ερωτήματα, προαιώνια, που στέκονται στα χείλη με κρατημένη ανάσα, και που ενόσω βρισκόσουν στέρεα εγκαταστημένος στη δώθε όχθη, είχαν άλλη ποιότητα· τώρα άλλη. Τότε, τους αποκρινόσουν συνοπτικά, με τη λογική, την ψυχρή λογική, τ’ αποστόμωνες. Τώρα, αυτό πάει. Όχι γιατί φοβάσαι, όχι. Αλλά γιατί βρίσκεσαι αντιμέτωπος τους, γιατί πρόκειται ν’ αναμετρηθείς μαζί τους και στοχάζεσαι πως, το κάτω-κάτω, μπορεί και να γελιόσουν, αφού τίποτα δεν αποκλείεται από τίποτα.
«Είμαι ένας δειλός», είπε μέσα του δίχως πεποίθηση. Είταν περισσότερο μια ερώτηση παρά μια διαπίστωση απογοητευμένη. Πώς σταδιοδρόμησε έτσι, βουβά, και πότε, αυτός ο παλιός ματεριαλιστής; Ναι, ναι, τώρα, στο μεταίχμιο, όλα αποχτούν άλλο νόημα. Εδώ κ’ η ψυχραιμία κ’ η λογική κ’ η παληκαριά γίνονται πολύ ανθρώπινες, πρόσκαιρες και κούφιες αξίες. Άνοιξε τα μάτια του, κοίταξε γύρω του νιώθοντας σύγκαιρα το βλέμμα του σα να το βλέπει σε καθρέφτη. Έμοιαζε με σκύλου δαρμένου. Μια συντροφιά τουλάχιστον, μια συντροφιά! δεήθηκε η ψυχή του. Και είδε, πίσω από τους τοίχους, τα δυο αγαπημένα του αυτά πλάσματα, τα μοναδικά που βρέθηκαν στη ζωή τόσο κοντά του, να είναι στην ουσία τόσο ξένα, τόσο απόμακρα, τόσο κλειστές ψυχές στη δική του προσφορά, τη φλογερή και διψασμένη. Άδικα πήγε λοιπόν η αγάπη του, σπορά στο χάος· τίποτα δε μπόρεσε να δημιουργήσει, κανέναν αντίλαλο να ξυπνήσει, καμμιά θερμότητα. Όλα χαμένα! Τώρα το βλέπει. Κ’ είναι μια αποκάλυψη αναπάντεχη, παράδοξη και τρομερή.
Από τη νύχτα εκείνη, άθελά του, ο Παραδείσης έγινε διαφορετικός. Εξωτερικά, δεν έβλεπες τίποτα, η συμπεριφορά του είταν η ίδια. Μέσα του όμως, ένα ζώο είχε αναδιπλωθεί, κουλουριάστηκε βαρειά, χωνεύει με κόπο τεράστιο την πικρή τροφή του. Είταν έρημος και λαβωμένος θανάσιμα, το έβλεπε. Η αντίσταση είναι μάταιη, το ξέρει. Όμως το ζώο, κινημένο από το ένστικτο, πήρε τη στάση της άμυνας, λαγοκοιμάται ανατριχιασμένο, με το ένα του μάτι μισάνοιχτο. Κάποιες σκέψεις τού έγιναν μόνιμες, τις αναμασάει, τις μηρυκάζει, αγωνίζεται να τους δαμάσει τη σκληρότητα, να συμφιλιωθεί μαζί τους. Δύσκολο, πολύ δύσκολο. Είναι μια ιστορία προαιώνια, από τότε που ο άνθρωπος πληροφορήθηκε πως μια μέρα πεθαίνει, κ’ η πείρα αυτή δεν έγινε συνήθεια καθόλου, δεν αποθησαυρίστηκε. Κάθε μέρα, σε κάθε γωνιά της γης, σε μυριάδες αντίτυπα, αλλά και σ’ άλλες τόσες ποικιλίες, η ιστορία ξαναρχίζει, ολοκαίνουργη, ανεξάντλητη. Είναι μια ύδρα που ξεπετάει αδιάκοπα ζωντανά κεφάλια από κάθε της πληγή.
Άγγελος Τερζάκης
«Δίχως Θεό»
Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ